Σημειώσεις

- Η εξάπλωση του κάθε είδους στη Σύρο αναφέρεται αποκλειστικά στις περιοχές όπου αυτό απαντήθηκε απο τον γράφοντα.
- Η λεζάντα κάθε εικόνας εμφανίζεται όταν αφήσετε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω στην φωτογραφία.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Misopates orontium (L.) Raf.

 Ετήσια πόα, ύψους από 5 έως 50 εκ. με όρθιο, ασθενώς διακλαδισμένο βλαστό ο οποίος έιναι γυμνός έως ελαφρώς τριχωτός στο κατώτερο τμήμα του, ενώ το ανώτερο του φέρει αδενώδεις τρίχες. Τα φύλλα του είναι γραμμοειδή έως προμήκη - ελλειψοειδή, ελαφρώς οξύληκτα με βραχύ μίσχο, τα κατώτερα αντίθετα αλλά τα ανώτερα συνήθως κατ' εναλλαγή. Τα άνθη ζυγόμορφα σε βότρεις στην κορυφή του φυτού και ο καρπός είναι ωοειδής κάψα που φέρει αδενώδεις τρίχες.
Απαντά στη Ν.Δ. και Κ. Ευρώπη καθώς και στην Α. Ευρώπη ως ζιζάνιο, σε καλλιεργούμενες και ανοιχτές εκτάσεις.
 Στη Σύρο: Απαντά σε ανοιχτές εκτάσεις και βραχώδεις θέσεις στην Απάνω Μεριά, το Κίνι, την Αζόλιμνο, τη Βάρη και το Μέγα Γιαλό. 
Φωτ. (1) 17/03/2013, Κίνι, (2)&(3) 23/04/2009, Παπούρι.




Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Asphodelus fistulosus L.

Ασφόδελος ο κοίλος, κ. ασφόδελος
Ετήσια ή βραχύβια πολυετής πόα με πολυάριθμες λεπτές ρίζες και κούφια (κοίλα, εξ ου και το όνομα του φυτού), σχεδόν κυλινδρικά φύλλα. Ο βλαστός, με ή χωρίς διακλαδώσεις, φθάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι και αυτός κούφιος και φέρει λευκόχρωμα ή ενίοτε ροδόχρωμα άνθη. Ο καρπός είναι κάψα.
Είδος της Μεσογείου και της ΝΔ Ευρώπης, απαντά σε πρανή δρόμων, καλλιεργούμενες εκτάσεις και ξηρές, αμμώδεις ή βραχώδεις θέσεις.
Ο Μπάουμαν (1984), συνδέει και αυτό το είδος ασφόδελου, όπως και τον Asphodelus ramosus με τη χθόνια λατρεία αναφέροντας σχετικά "ο ασφόδελος ο κοίλος, με τα ωραία του άσπρα λουλούδια και τα λεπτά φύλλα, ίσως να είναι το άλλο είδος που στόλιζε τα Ηλύσια Πεδία, εκείνη τη χώρα των νεκρών στην ήπια δυτική πλευρά της γης, όπου πήγαιναν μόνο οι γυοί των θεών και των ηρώων που είχαν πέσει στη μάχη."
Στη Σύρο: πολύ σπανιότερο του Asphodelus ramosus, απαντα σε βραχώδη και αμμώδη εδάφη καθώς και πρανή δρόμων στο Κίνι, το Επισκοπείο και στα Τάλαντα.


Φωτ. (1), (2), (3), (4) & (5), 16/03/2013, Κίνι.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Asphodelus ramosus L.

κ. ασφόδελος, σπερδούκλι
Πολυετής ριζωματώδης πόα. Οι ρίζες του φυτού με ατρακτοειδή ριζώματα ενώ τα φύλλα γραμμοειδή, φύονται όλα από τη βάση του. Τα άνθη λευκόχρωμα, με κοκκινοκαφέ νευρώσεις, φέρονται πολλά μαζί σε διακλαδιζόμενες ταξιανθίες. Ο καρπός κάψα.
Είδος των περιοχών της Μεσογείου, απαντά σε χέρσα λιβάδια, βραχώδεις ή αμμώδεις θέσεις. 
Ο Asphodelus ramosus στην Α. Μεσόγειο ήταν, μέχρι πρότινος εσφαλμένα αναγνωρισμένος ως A. aestivus, είδος το οποίο τελικά απαντά μόνο στην Ισπανία και την Πορτογαλία. 
Στην αρχαιότητα ο ασφόδελος συνδέονταν με τη λατρεία των χθόνιων θεών, ο Μπάουμαν (1984) αναφέρει ότι "στον άλλο κόσμο, ο Άδης υποδέχεται τις αδύνατες μορφές των πεθαμένων στον "ασφόδελο λειμώνα", ένα έρημο λιβάδι όπου φυτρώνουν σπερδούκλια. Σ' αυτό το περιβάλλον ταιρίαζει το ωχρό λουλούδι του φυτού. Σ' ένα από αυτά τα λιβάδια, γεμάτα από ασφόδελους, όπως βλέπουμε και σήμερα σε απέραντες εκτάσεις στους λόφους και στις ακτές, συναντήθηκαν και οι ψυχές των ηρώων που είχαν πέσει στην Τροία (Όμηρος, Οδ. 11.539-24.3). Τα χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του ασφόδελου τα σύγκριναν οι ποιητές με τις στρατιές των ψυχών που περιφέρονταν στις όχθες του Αχέροντα. Και η δυσάρεστη μυρωδιά του φυτού, μαζί με τα άχαρα λουλούδι, ασφαλώς είχαν σχέση με τον ωχρό θάνατο και το λυκόφως του κάτω κόσμου. Το γεγονός ότι οι ρίζες του φυτού περιέχουν άμυλο, που είναι μια θρεπτική τροφή, να έκαναν τους αρχαίους να πιστεύουν ότι φυτεύοντας ασφόδελους στα νεκροταφεία προσφέρανε στους νεκρούς μια έστω και πενιχρή τροφή στην τελευταία κατοικία τους." 
Όπως αναφέρθηκε, τα ριζώματα των ριζών είναι βρώσιμα. Αποξηραίνονται και στη συνέχεια βράζονται παράγοντας μια κολλώδη ουσία η οποία σε συνδυασμό με σιτάρι χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού.
Οι ρίζες του φυτού χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους για την αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων, χωρίς όμως να χρησιμοποιούνται πια από τη σύγχρονη ιατρική επιστήμη.
Από τα ριζώματα, τέλος μπορεί να παραχθεί ένα είδος κόλλας που χρησιμοποιούνταν στην βιβλιοδεσία και την παρασκευή υποδημάτων, ενώ μπορεί να παραχθεί και μια κιτρινόχρωμη χρωστική. 
Ο ασφόδελος δεν βόσκεται από τα ζώα λόγω του ότι οι βλαστοί του έχουν μικροσκοπικές κρυστάλλινές βελόνες και για τον λόγο αυτό η παρουσία του σε μεγάλους αριθμούς είναι συνήθως αποτέλεσμα υπερβολικής βόσκησης μιας περιοχής. Το ότι και στην αρχαιότητα γίνονταν λόγος για απέραντα λιβάδια ασφοδέλων, σημαίνει ότι από τότε η ισορροπία στην φύση είχε διαταραχθεί λόγω της βόσκησης.
Στη Σύρο: απαντά πολύ συχνά σε όλο σχεδόν το νησί, με ότι αυτό σημαίνει για την ισορροπία των οικοσυστημάτων, από το επίπεδο της θάλασσας.

Φωτ. (1) 18/02/2013, Επισκοπείο, (2) 10/02/2013, Αγ. Αθανάσιος, (3)&(4) 17/03/2013, Δελφίνι, (5) 08/02/2013, Μάλια, (5) 10/01/2013, Επισκοπείο.


Fritillaria ehrhartii Boiss. & Orph.

Φριτιλάρια του Ερχαρτ
Πολυετές βολβώδες γεώφυτο ύψους έως 60 εκ. με γλαυκά φύλλα, αντίθετα στη βάση του φυτού και κατ' εναλλαγή στο βλαστό του. Το περιάνθιο του είναι στενά κωδωνοειδές, με γλαυκό επίχρισμα, σκούρο ιώδες ή σκούρο καφέ με κίτρινες κορυφές εξωτερικά και πρασινοκίτρινο στο εσωτερικό του. Τα νεκτάρια είναι τοποθετημένα στη βάση των του περιανθίου και ο στύλος του ύπερου είναι αδιαίρετος.
Το γένος Fritillaria αποτελείται από taxa τα οποία απαντούν σε ολόκληρο, σχεδόν, το βόρειο ημισφαίριο, με κέντρο εξελίξεως κάπου μεταξύ του Β.Α. Ιράν, του Αφγανιστάν και του Τουρκεστάν.
Αποτελεί ένα από τα εκφραστικότερα παραδείγματα της μεγάλης βιοποικιλότητας της ελληνικής χλωρίδας και κυρίως στην περιοχή του Αιγαίου
Το συγκεκριμένο είδος φριτιλάριας απαντά μόνο στην Εύβοια και τις Β. Κυκλάδες, σε βραχώδεις θέσεις και θαμνώνες. Φυλογενετικά μπορεί να θεωρηθεί συγγενής με τα κιτρινανθή είδη του ανατολικού Αιγαίου για τους εξής λόγους:
α) έχει αδιαίρετο στύλο, β) έχει στο εσωτερικό των τεπάλων κίτρινο ή κιτρινοπράσινο χρώμα και μόνο το εξωτερικό του είναι βαθύ καφεκόκκινο και γ) σε ορισμένους πληθυσμούς της Τήνου υπάρχουν άτομα που έχουν σχεδόν κίτρινα ή κιτρινοπράσινα άνθη (var. prasinantha Kamari). Η F. ehrhartii μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των κιτρινανθών ειδών Fritillaria του ανατολικού Αιγαίου και αυτών με σχεδόν μαύρα άνθη του δυτικού Αιγαίου. 
Στη Σύρο: Αρκετά διαδεδομένο φυτό, απαντά σε φρύγανα και χέρσες εκτάσεις στο μεγαλύτερο τμήμα του νησιού.



Φωτ. (1), (2) & (3), 17/03/2013, Κίνι, (4) & (5), 20/03/2013, Χαλανδριανή.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Oxalis pes-caprae L.



κ. ξινάκι, ξινήθρα
Πολυετής πόα με αραιές μεταξοειδείς τρίχες, χωρίς βλαστό. Τα φύλλα σύνθετα με τρία καρδιοειδή φυλλάρια και μακριούς μίσχους, αναπτύσσονται κατευθείαν από το έδαφος. Τα άνθη κίτρινα με μακριούς ποδίσκους.
Ιδιαίτερα ανθεκτικό και ενοχλητικό ζιζάνιο με αρχική γεωγραφική εξάπλωση στη Β. Αφρική. Το 1806 εισήχθη στη Μάλτα και μέσα σε 50 χρόνια εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Εκτός από την τυπική μορφή, εμφανίζονται συχνά σε όλο το εύρος εξάπλωσης του είδους και φυτά με πολυπέταλα άνθη.
Τα φύλλα καταναλώνονται σε ορισμένες περιοχές ωμά ή βρασμένα σε σαλάτες, ενώ πολλές φορές τα παιδιά μασούν τους ποδίσκους των ανθέων λόγω της ευχάριστης οξύτητας τους. Επίσης, τα άνθη είναι βρώσιμα και χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά σε σαλάτες ενώ οι ρίζες των φυτών καταναλώνονται βραστές.
Η οξύτητα του φυτού οφείλεται στο οξαλικό οξύ που περιέχει και το οποίο σε μικρές ποσότητες δεν προκαλεί προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό. Παρότι το μαγείρεμα μειώνει την περιεκτικότητα σε οξαλικό οξύ, η ξινήθρα ΔΕΝ θα πρέπει να καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες καθώς το οξαλικό οξύ δεσμεύει το ασβέστιο που υπάρχει στον οργανισμό, προκαλώντας θρεπτική ανεπάρκεια. Ειδικότερα άτομα που πάσχουν από ρευματισμούς, αρθρίτιδες, κύστες, πέτρες ή υπεροξείδωση θα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση του.
Στη Σύρο: Από τα πιο κοινά ποώδη είδη του νησιού, απαντά κυριολεκτικά παντού.
Φωτ. (1) 10/02/2013, Άνω Σύρος, (2) 10/01/2013 Επισκοπείο, (3) 05/01/2013 Επισκοπείο & (4) 10/02/2013 Αγ. Αθανάσιος.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Cynoglossum columnae Ten.

κ. σκυλόγλωσσα, γοργογιάννι.
Μονοετής, μικρού έως μεσαίου μεγέθους πόα, με μαλακό τρίχωμα και επιμήκη έως λογχοειδή φύλλα, επίσης τριχωτά. Τα άνθη σκούρα μπλε ή κόκκινα, σχετικά μικρά, χωρίς εμφανείς νευρώσεις. Ο καρπός αχαίνιο.
Είδος που απαντά στην Ιταλία, τη Σικελία, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, σε ανοιχτές ξηρές θέσεις, χέρσες ή και βραχώδεις εκτάσεις.
Στη Σύρο: Σε αντίστοιχες θέσεις στο Δανακό, το Κίνι, το Επισκοπείο, το Φοίνικα, το Γαλησσά.


Φωτ. (1), (2) & (3), 14/03/2013 Επισκοπείο.

Moraea sisyrinchium (L.) Ker Gawl.



Πολυετές βολβώδες γεώφυτο με σφαιρικό βολβό ο οποίος καλύπτεται από πολλές στρώσεις χιτώνων, με τον εξωτερικό να είναι έντονα ινώδης και ένα έως δυο φύλλα. Η ταξιανθία, βραχύβια, μοιάζει μακροσκοπικά με αυτή των ίριδων. Ως αποτέλεσμα, πολλοί ερευνητές ενέτασσαν το φυτό, λανθασμένα στο γένος Iris. Το περιάνθιο μπλε έως ιώδες, με λευκόχρωμες ή κιτρινωπές περιοχές στα εξωτερικά του τμήματα.
Μεσογειακό είδος που απαντά σε ξηρές θέσεις, συχνά κοντά στη θάλασσα.
Σε ορισμένες χώρες όπως η Ισπανία, οι βολβοί του φυτού χρησιμοποιούνται σε διάφορες σαλάτες.
Στη Σύρο: Κοινό σε βραχώδεις, χλοερές θέσεις και φρύγανα, συνήθως κοντά στη θάλασσα.

 
Φωτ. (1), (4) & (5), 23/02/2013 Αγ. Στέφανος, (2) & (3) 02/03/2013, Επισκοπείο.