Σημειώσεις

- Η εξάπλωση του κάθε είδους στη Σύρο αναφέρεται αποκλειστικά στις περιοχές όπου αυτό απαντήθηκε απο τον γράφοντα.
- Η λεζάντα κάθε εικόνας εμφανίζεται όταν αφήσετε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω στην φωτογραφία.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Quercus coccifera L.

Δρυς η κοκκοφόρος, κ. πουρνάρι, πρίνος


Αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο, με σκληρά και δερματώδη φύλλα, κατά κανόνα γυμνά και στις δυο επιφάνειες τους, με αγκαθωτές, συνήθως παρυφές. Ο φλοιός του φυτού είναι λείος και σταχτόχρωμος στα νεαρά φυτά ενώ σε φυτά μεγαλύτερης ηλικίας είναι βαθιά σχισμένος και σταχτοκάστανος.
Η άνθιση του πουρναριού λαμβάνει χώρα μεταξύ Απριλίου και Μαΐου. Ο καρπός (το γνωστό βελανίδι) είναι ένα κάρυο, με σχήμα που ποικίλει, το οποίο φέρεται σε ημισφαιρικό κύπελλο με αποκλίνοντα αγκαθόμορφα, επιμήκη έως ωοειδή βράκτια. Οι καρποί ωριμάζουν μετά από δύο χρόνια και πέφτουν αμέσως αφού ωριμάσουν, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου.
Είδος των Μεσογειακών περιοχών, το πουρνάρι είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και αδιάφορο ως προς τη σύσταση των πετρωμάτων. Η ζώνη εξάπλωσης του πουρναριού συμπίπτει με τη ζώνη της εντονότερης δράσης του ανθρώπου (οικιστική, γεωργική και κτηνοτροφική), με αποτέλεσμα τα άλλοτε θαλερά δάση του πουρναριού στη χώρα μας να έχουν μετατραπεί σε θαμνώνες διαφόρων μορφών υποβάθμισης.
Το πουρνάρι αποτέλεσε την πρωταρχική πηγή ενέργειας για θέρμανση, ως καυσόξυλο ή ξυλοκάρβουνο, ενώ πέρα από τη ληστρική εκμετάλλευση των οικοσυστημάτων αυτών για την απόληψη βιομάζας, σημαντικό ρόλο στην υποβάθμιση τους έπαιξε και η βοσκή (ιδιαίτερα η αιγοβοσκή) σε συνδυασμό με τις συχνές πυρκαγιές. Την άνοιξη το τρυφερό, νεαρό φύλλωμα του πουρναριού (γνωστό ως ροδάνι) είναι περιζήτητο από τις γίδες. Όμως και το καλοκαίρι, όταν έχει πλέον ξεραθεί η παρεδαφιαία βλάστηση, τα ζώα βρίσκουν ως μοναδική τροφή τα φύλλα του πουρναριού. 
Κατά το παρελθόν, σημαντικό οικονομικό ρόλο έπαιξε και η συλλογή φύλλων με κόκκινα κοκκίδια, τα "πρινοκούκια", τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη βαφή νημάτων σε ανοιχτό κόκκινο χρώμα. Ο Όμηρος αναφέρει το άλικον ως ένα από τα αρχαιότερα χρώματα το οποίο μαζί με την πορφύρα είχαν μεγάλη οικονομική αξία. Το κόκκινο χρώμα προέρχεται από τα θηλυκά άτομα του εντόμου Kermes ilici (από το οποίο έχει πάρει την κοινή ονομασία του το πουρνάρι σε πολλές γλώσσες Kermeseiche στα γερμανικά, Kermes oak στα αγγλικά, κ.α.) και το οποίο σχηματίζει τα "πρινοκούκια"*. Ο Θεόφραστος  δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα κοκκίδια αυτά τα οποία όμως λανθασμένα θεωρούσε ως είδος καρπού, ενώ ο Διοσκουρίδης μιλά για την περί "κόκκου βαφικής", περιγράφοντας το πουρνάρι. Ο Παυσανίας, τέλος, συνδέει την κόκκινη βαφή με το αίμα του εντόμου που ζει στα πουρνάρια. 
Για να αναλογιστούμε την αξία της βαφής αυτής αρκεί να αναφέρουμε πως από τους κόκκους από τους οποίους παράγεται η βαφή προήλθε και η ονομασία του χρώματος "κόκκινο". 
Το χρώμα αυτό το οποίο αργότερα ήταν γνωστό ως κρεμέζι, χρησιμοποιούνταν για τη βαφή του μαλλιού, των δερμάτων και των εισαγόμενων υφασμάτων από μετάξι. Η τιμή όμως της βαφής ήταν αρκετά υψηλή, με αποτέλεσμα να θεωρείται προνόμιο των πλουσίων.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας όταν πήγε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, έβαψε τα πανιά του με βαφή από πουρνάρι.
Στην αρχαία Σπάρτη αρχικά δεν συμπαθούσαν τους βαφείς γιατί αφαιρούσαν από το μαλλί το ωραίο άσπρο χρώμα του και θεωρούσαν πως με τον τρόπο αυτό ξεγελούσαν την φύση. Σε νεώτερα χρόνια όμως, οι Σπαρτιάτες έβαφαν τον πολεμικό τους ρουχισμό κόκκινο για να μην διακρίνονται οι λεκέδες από αίμα. 
Ο Θεόφραστος αναφέρει το πουρνάρι ως πρίνο και για τον λόγο αυτό ο Γεννάδιος το ονομάζει "δρυς η πρίνος". 
Όπως προκύπτει και από όσα προαναφέρθηκαν οι σχηματισμοί του πουρναριού στην χώρα μας είχαν και εξακολουθούν να έχουν σπουδαίο οικολογικό και οικονομικό ρόλο και για τους λόγους αυτούς ο Σπ. Ντάφης (2010) στο βιβλίο του "Τα δάση της Ελλάδας", υποστηρίζει πως "εάν, υποθετικά, αποφασίζαμε να στήσουμε ένα άγαλμα σε κάποιο από τα δένδρα μας, τότε αυτό θα ήταν σίγουρα το πουρνάρι."
Στη Σύρο: το πουρνάρι απαντά συνήθως μεμονωμένο με θαμνώδη μορφή, μέσα σε θαμνώνες αρευστιάς ή σκίνου. Φυτά με δενδρώδη μορφή είναι σπάνια και απαντούν στο Γαλησσά, στο Κίνι και το Επισκοπείο. 
Φωτ. (1) 28/04/2013, Επισκοπείο, (2) 11/10/2012, Επισκοπείο, (3) 18/04/2006, Επισκοπείο & (4) 18/04/2009, Κέρκυρα.
*Σημ. μέχρι στιγμής το έντομο αυτό φαίνεται να απουσιάζει από τη Σύρο.