Σημειώσεις

- Η εξάπλωση του κάθε είδους στη Σύρο αναφέρεται αποκλειστικά στις περιοχές όπου αυτό απαντήθηκε απο τον γράφοντα.
- Η λεζάντα κάθε εικόνας εμφανίζεται όταν αφήσετε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω στην φωτογραφία.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Quercus coccifera L.

Δρυς η κοκκοφόρος, κ. πουρνάρι, πρίνος


Αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο, με σκληρά και δερματώδη φύλλα, κατά κανόνα γυμνά και στις δυο επιφάνειες τους, με αγκαθωτές, συνήθως παρυφές. Ο φλοιός του φυτού είναι λείος και σταχτόχρωμος στα νεαρά φυτά ενώ σε φυτά μεγαλύτερης ηλικίας είναι βαθιά σχισμένος και σταχτοκάστανος.
Η άνθιση του πουρναριού λαμβάνει χώρα μεταξύ Απριλίου και Μαΐου. Ο καρπός (το γνωστό βελανίδι) είναι ένα κάρυο, με σχήμα που ποικίλει, το οποίο φέρεται σε ημισφαιρικό κύπελλο με αποκλίνοντα αγκαθόμορφα, επιμήκη έως ωοειδή βράκτια. Οι καρποί ωριμάζουν μετά από δύο χρόνια και πέφτουν αμέσως αφού ωριμάσουν, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου.
Είδος των Μεσογειακών περιοχών, το πουρνάρι είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και αδιάφορο ως προς τη σύσταση των πετρωμάτων. Η ζώνη εξάπλωσης του πουρναριού συμπίπτει με τη ζώνη της εντονότερης δράσης του ανθρώπου (οικιστική, γεωργική και κτηνοτροφική), με αποτέλεσμα τα άλλοτε θαλερά δάση του πουρναριού στη χώρα μας να έχουν μετατραπεί σε θαμνώνες διαφόρων μορφών υποβάθμισης.
Το πουρνάρι αποτέλεσε την πρωταρχική πηγή ενέργειας για θέρμανση, ως καυσόξυλο ή ξυλοκάρβουνο, ενώ πέρα από τη ληστρική εκμετάλλευση των οικοσυστημάτων αυτών για την απόληψη βιομάζας, σημαντικό ρόλο στην υποβάθμιση τους έπαιξε και η βοσκή (ιδιαίτερα η αιγοβοσκή) σε συνδυασμό με τις συχνές πυρκαγιές. Την άνοιξη το τρυφερό, νεαρό φύλλωμα του πουρναριού (γνωστό ως ροδάνι) είναι περιζήτητο από τις γίδες. Όμως και το καλοκαίρι, όταν έχει πλέον ξεραθεί η παρεδαφιαία βλάστηση, τα ζώα βρίσκουν ως μοναδική τροφή τα φύλλα του πουρναριού. 
Κατά το παρελθόν, σημαντικό οικονομικό ρόλο έπαιξε και η συλλογή φύλλων με κόκκινα κοκκίδια, τα "πρινοκούκια", τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη βαφή νημάτων σε ανοιχτό κόκκινο χρώμα. Ο Όμηρος αναφέρει το άλικον ως ένα από τα αρχαιότερα χρώματα το οποίο μαζί με την πορφύρα είχαν μεγάλη οικονομική αξία. Το κόκκινο χρώμα προέρχεται από τα θηλυκά άτομα του εντόμου Kermes ilici (από το οποίο έχει πάρει την κοινή ονομασία του το πουρνάρι σε πολλές γλώσσες Kermeseiche στα γερμανικά, Kermes oak στα αγγλικά, κ.α.) και το οποίο σχηματίζει τα "πρινοκούκια"*. Ο Θεόφραστος  δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα κοκκίδια αυτά τα οποία όμως λανθασμένα θεωρούσε ως είδος καρπού, ενώ ο Διοσκουρίδης μιλά για την περί "κόκκου βαφικής", περιγράφοντας το πουρνάρι. Ο Παυσανίας, τέλος, συνδέει την κόκκινη βαφή με το αίμα του εντόμου που ζει στα πουρνάρια. 
Για να αναλογιστούμε την αξία της βαφής αυτής αρκεί να αναφέρουμε πως από τους κόκκους από τους οποίους παράγεται η βαφή προήλθε και η ονομασία του χρώματος "κόκκινο". 
Το χρώμα αυτό το οποίο αργότερα ήταν γνωστό ως κρεμέζι, χρησιμοποιούνταν για τη βαφή του μαλλιού, των δερμάτων και των εισαγόμενων υφασμάτων από μετάξι. Η τιμή όμως της βαφής ήταν αρκετά υψηλή, με αποτέλεσμα να θεωρείται προνόμιο των πλουσίων.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας όταν πήγε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, έβαψε τα πανιά του με βαφή από πουρνάρι.
Στην αρχαία Σπάρτη αρχικά δεν συμπαθούσαν τους βαφείς γιατί αφαιρούσαν από το μαλλί το ωραίο άσπρο χρώμα του και θεωρούσαν πως με τον τρόπο αυτό ξεγελούσαν την φύση. Σε νεώτερα χρόνια όμως, οι Σπαρτιάτες έβαφαν τον πολεμικό τους ρουχισμό κόκκινο για να μην διακρίνονται οι λεκέδες από αίμα. 
Ο Θεόφραστος αναφέρει το πουρνάρι ως πρίνο και για τον λόγο αυτό ο Γεννάδιος το ονομάζει "δρυς η πρίνος". 
Όπως προκύπτει και από όσα προαναφέρθηκαν οι σχηματισμοί του πουρναριού στην χώρα μας είχαν και εξακολουθούν να έχουν σπουδαίο οικολογικό και οικονομικό ρόλο και για τους λόγους αυτούς ο Σπ. Ντάφης (2010) στο βιβλίο του "Τα δάση της Ελλάδας", υποστηρίζει πως "εάν, υποθετικά, αποφασίζαμε να στήσουμε ένα άγαλμα σε κάποιο από τα δένδρα μας, τότε αυτό θα ήταν σίγουρα το πουρνάρι."
Στη Σύρο: το πουρνάρι απαντά συνήθως μεμονωμένο με θαμνώδη μορφή, μέσα σε θαμνώνες αρευστιάς ή σκίνου. Φυτά με δενδρώδη μορφή είναι σπάνια και απαντούν στο Γαλησσά, στο Κίνι και το Επισκοπείο. 
Φωτ. (1) 28/04/2013, Επισκοπείο, (2) 11/10/2012, Επισκοπείο, (3) 18/04/2006, Επισκοπείο & (4) 18/04/2009, Κέρκυρα.
*Σημ. μέχρι στιγμής το έντομο αυτό φαίνεται να απουσιάζει από τη Σύρο.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Borago officinalis L.

κ. αρμπέτα
Ετήσιο ποώδες φυτό το οποίο καλύπτεται από πυκνές και σκληρές τρίχες οι οποίες μοιάζουν με λεπτά αγκάθια. Τα φύλλα της αρμπέτας είναι επιμήκως ωοειδή ενώ τα μπλε, αστερόμορφα άνθη του με το λευκόχρωμο κέντρο και τους μελανόχρωμους ανθήρες τους οι οποίοι προεξέχουν σχηματίζοντας έναν κώνο, κάνουν το φυτό να ξεχωρίζει από κάθε άλλο φυτό της συριανής χλωρίδας.
Είδος με φυσική εξάπλωση στις περισσότερες χώρες της Μεσογείου και της ΒΑ Ευρώπης, το οποίο όμως εμφανίζεται και ως επιγενές στο μεγαλύτερο μέρος της Κ Ευρώπης. Απαντά σε ξηρές και ηλιόλουστες θέσεις, συχνά σε εγκαταλελειμμένους αγρούς ή πρανή δρόμων. 
Στη Σύρο: απαντά στις προαναφερθείσες θέσεις στο Κ και Ν, κυρίως, τμήμα του νησιού. 
Η αρμπέτα, είναι φυτό φαρμακευτικό, αρωματικό, μελισσοκομικό και αρτυματικό, ενώ υπάρχουν και αρκετές καλλωπιστικές ποικιλίες.  Τα νεαρά φύλλα και τα άνθη του φυτού είναι βρώσιμα,με γεύση που μοιάζει με αυτή του αγγουριού και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτες καθώς και σε διάφορα κοκτέιλ. 
Οι φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού είναι γνωστές ήδη από την αρχαιότητα και το έλαιο των σπερμάτων του, θεωρείται πως είναι ωφέλιμο για τη ρύθμιση των ορμονικών συστημάτων και της αρτηριακής πίεσης, ενώ εξωτερικά χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση διαφόρων δερματικών παθήσεων και του φλεβίτη. Τα φύλλα της αρμπέτας, θεωρούνται εφιδρωτικά, μαλακτικά, ελαφρώς διουρητικά και υπνωτικά, αποχρεμπτικά, αντιπυρετικά, καταπραϋντικά, ενώ οι ίδιες ιδιότητες, σε μικρότερο βαθμό όμως, αποδίδονται και στα άνθη της.
Η χρήση του θα πρέπει να αποφεύγεται από άτομα με ηπατικές διαταραχές, ενώ όπως και για κάθε φυτό, η φαρμακευτική του χρήση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και από τα κατάλληλα εκπαιδευμένα άτομα.
Φωτ. (1) & (3) 14/03/2013, Επισκοπείο, (2) 07/02/2013, Μάννα.


Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Anagallis arvensis L.

κ. περδικούλι
 Χαμηλή ετήσια ή διετής πόα, με κατακείμενους ή κατανεύοντες βλαστούς, τετραγωνικής διατομής. Τα φύλλα του φυτού είναι τοποθετημένα αντίθετα πάνω στους βλαστούς (το ένα απέναντι από το άλλο), έχουν σχήμα ωοειδές έως λογχοειδές και φέρουν ευδιάκριτους αδένες. Το περδικούλι φέρει άνθη με μπλε ή κόκκινο χρώμα, τα οποία ενίοτε είναι ροδόχρωμα ή λευκόχρωμα, ενώ οι παρυφές των πετάλων είναι βλεφαριδωτές (έχουν τρίχωμα), χαρακτηριστικό που διακρίνει το φυτό από το παραπλήσιο είδος A. foemina. Η συχνότητα εμφάνισης ατόμων με μπλε ή  κόκκινα άνθη, επηρεάζεται από την γεωγραφική περιοχή όπου απαντούν τα φυτά καθώς, στην ηπειρωτική Ευρώπη τα άτομα με κόκκινα άνθη εμφανίζονται συχνότερα ενώ στις περιοχές της Μεσογείου κυριαρχούν τα φυτά που έχουν μπλε άνθη.
Το περδικούλι απαντά σε καλλιεργούμενα εδάφη, πρανή δρόμων, χωματόδρομους και γενικότερα σε ανοιχτές επιφάνειες που σχετίζονται με ανθρωπογενή δραστηριότητα, σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. 
Είναι φυτό ελαφρώς τοξικό, με δηλητηριώδη σπέρματα (χωρίς όμως να έχει αναφερθεί δηλητηρίαση σε άνθρωπο, παρά μόνο σε ζώα), ενώ η επαφή με τα φύλλα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα. Παρόλα αυτά, το περδικούλι, θεωρείται βρώσιμο φυτό, με τα νεαρά φύλλα του να καταναλώνονται, ωμά ή μαγειρεμένα, σε σαλάτες, έχοντας παρόμοια γεύση με αυτή του σπανακιού. 
Παλαιότερα, το περδικούλι θεωρούνταν ως ένα πολύ αποτελεσματικό φαρμακευτικό φυτό, κυρίως για την αντιμετώπιση της επιληψίας και διαφόρων νοητικών διαταραχών, χωρίς όμως αυτές οι φήμες να μπορούν να υποστηριχτούν από σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, ενώ αντίθετα η εσωτερική λήψη προϊόντων που προέρχονται από το φυτό αντενδείκνυται λόγω διαφόρων τοξικών και κυτοτοξικών ουσιών που περιέχει.
Στη Σύρο: το περδικούλι το συναντάμε αρκετά συχνά σε ολόκληρο σχεδόν το νησί, στις θέσεις που περιγράφηκαν προηγουμενως.
Φωτ. (1) 08/04/2010, Βάρη, (2) & (3) 20/03/2013 & 11/05/2013, αντίστοιχα, Επισκοπείο. 

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Medicago marina L.

Μηδική η παράλιος
κ. αρμυρήθρα του πελάγου

Πολυετής χαμηλή, έρπουσα πόα με λευκό χνούδι. Τα φύλλα του φυτού είναι σύνθετα, αποτελούμενα από τρία ωοειδή φυλλάρια, ενώ τα άνθη του είναι ζυγόμορφα, κίτρινα και φέρονται ανά 5 έως 12 σε ταξιανθίες με κοντό ποδίσκο. Ο καρπός είναι χέδρωπας ("φασόλι"), χνουδωτός και περιεστραμμένος αριστερόστροφα σχηματίζοντας 2 με 3 σπείρες, ο οποίος εξωτερικά φέρει αγκάθια.
Είδος των περιοχών της Μεσογείου και της Ανατολικής Ευρώπης, απαντά σε αμμώδεις ή πετρώδεις παράκτιες θέσεις.
Στη Σύρο: σε όλες τις παραλίες του νησιού και άλλες παραθαλάσσιες θέσεις.
Φωτ. (1), (2) & (3), 17/03/2013, Δελφίνι.




Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Allium guttatum subsp. tenorei (Parl.) Soldano

Πολυετές βολβώδες γεώφυτο, με ωοειδή βολβό, διαμέτρου 1 έως 2 εκ., ο οποίος καλύπτεται εξωτερικά από μεμβρανώδη ή δερματώδη χιτώνα, που ενίοτε χωρίζεται σε παράλληλες ίνες. Ο βλαστός έχει ύψος 10 έως 80 εκ.και φέρει 2 έως 5 φύλλα μέχρι τα 2/3 του μήκους του. Η ταξιανθία πριν την άνθιση της καλύπτεται από μια σπάθη η οποία και πέφτει κατά την έναρξη της άνθησης. Τα άνθη του φυτού είναι μικρά, λευκόχρωμα με μια ιώδη ή πράσινη λωρίδα στο εξωτερικό της στεφάνης και φέρονται πολλά μαζί σε ημισφαιρικά, ωοειδή ή σχεδόν κυκλικά σκιάδια. Οι ποδίσκοι των ανθέων δεν έχουν όλοι το ίδιο μήκος, αλλά αυτοί του εσωτερικού της ταξιανθίας είναι όρθιοι, κατά την καρποφορία, ενώ αυτοί του εξωτερικού της είναι κατά πολύ κοντύτεροι και κυρτοί. Οι στήμονες των ανθέων εξέχουν από τη στεφάνη και φέρουν κίτρινους ή βαθυκόκκινους ανθήρες. 
Το συγκεκριμένο υποείδος απαντά σε ξηρές θέσεις από την Πορτογαλία μέχρι την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Συνολικά, υπάρχουν ακόμη δυο υποείδη τα οποία ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το χρώμα των ανθέων. 
Στη Σύρο: Εμφανίζεται συχνά σε φρύγανα και ηλιόλουστες ξηρές θέσεις στο μεγαλύτερο τμήμα του νησιού.
Φωτ. (1) 27/05/2013, (2) 21/05/2013 & (3) 11/05/2013, Πάγος.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Allium ampeloprasum L.

κ. αγριόπρασο
Πολυετές, βολβώδες γεώφυτο, με όρθιο βλαστό ο οποίος φτάνει μέχρι το 1,80 μ. ύψος. Ο βολβός του φυτού με πολυάριθμα, κιτρινόχρωμα βολβίδια, έχει διάμετρο 2 έως 6 εκ.,  σχήμα πλατύ ωοειδές έως σχεδόν σφαιρικό και περιβάλλεται από έναν μεμβρανώδη χιτώνα ο οποίος ενίοτε σχίζεται σε παράλληλες ίνες προς την κορυφή του. Τα φύλλα του αγριόπρασου είναι γραμμοειδή, αυλακωτά, με τραχιές παρυφές και εμφανίζονται μέχρι και τη μέση, συνήθως, του βλαστού. Η ταξιανθία (κεφάλιο) καλύπτεται από μια σπάθη η οποία δεν παραμένει κατά την άνθηση. Το κεφάλιο έχει διάμετρο 5 έως 9 εκ. και είναι ιδιαίτερα πυκνό με μέχρι και 500 λευκόχρωμα, ιώδη ή βαθυκόκκινα άνθη, στα οποία οι στήμονες εξέχουν της στεφάνης. 
Ιδιαιτερα ποικιλόμορφο είδος των περιοχών της Μεσογείου και ορισμένων χωρών της Μαύρης Θάλασσας, με την εξάπλωση του να ευνοείται από τον άνθρωπο, εμφανίζεται επίσης ως επιγενές στην Βορειοανατολική Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το συναντάμε κατά κανόνα σε θέσεις που χαρακτηρίζονται από έντονη ανθρωπογενή δραστηριότητα, χέρσες ή καλλιεργούμενες εκτάσεις και πρανή δρόμων. 
Το καλλιεργούμενο πράσο προήλθε από το παρόν είδος (Allium ampeloprasum) μετά από εκατοντάδες χρόνια καλλιέργειας και μπορεί πλέον να διακριθεί σαν ένα ξεχωριστό είδος (Allium porrum).
Οι βολβοί του φυτού καταναλώνονται ωμοί ή μαγειρεμένοι, έχουν μια ιδιαίτερα έντονη γεύση, ανάμικτη με αυτές του  πράσου και του σκόρδου, και χρησιμοποιούνται συνήθως ως άρτυμα σε διάφορα φαγητά. Τα φύλλα είναι επίσης βρώσιμα και καταναλώνονται και αυτά ωμά ή μαγειρεμένα. Η γεύση τους θυμίζει αυτή του σκόρδου και η συλλογή τους θα πρέπει να γίνεται μέχρι την άνοιξη, καθώς στη συνέχεια μεστώνουν και γίνονται ινώδη.
Τα άνθη του αγριόπρασου, με γεύση παρόμοια με αυτή των φύλλων του, καταναλώνονται περιστασιακά και λόγω της ξηρής υφής τους χρησιμοποιούνται ως άρτυμα σε μαγειρεμένα φαγητά.
Από φαρμακευτικής άποψης, στο αγριόπρασο αποδίδονται όλες οι φαρμακευτικές ιδιότητες του σκόρδου με ηπιότερη όμως ένταση και αποτελεσματικότητα.
Τέλος, ο χυμός του αγριόπρασου είναι χρήσιμος  στην καταπολέμηση του σκόρου και το φυτό, αυτό καθαυτό, θεωρείται ότι απωθεί τα έντομα και τους τυφλοπόντικες. 
Στη Σύρο: το αγριόπρασο απαντά κυρίως σε πρανή δρόμων και εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες στο μεγαλύτερο τμήμα του νησιού, ενώ αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της βλάστησης κάποιων κοντινών νησίδων όπως του Δελφινιού και στην παραλία του Βούλγαρη στο Φόινικα.
Φωτ. (1) 25/03/2013, (2) 28/04/2013, (3) 21/05/2013 Επισκοπείο,


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ophrys villosa Desf.

κ. ορχιδέα
Πολυετές κονδυλώδες γεώφυτο με ύψος που κυμαίνεται από 10 έως 30 (και σπανιότερα 45) εκ. Τόσο τα πέταλα όσο και τα σέπαλα του φυτού με έντονα ιώδη έως πολύ ανοικτότερο χρωματισμό και με τα πέταλα να είναι ενίοτε σκουρότερα των σεπάλων. Οι τρίχες στις παρυφές του χείλους διακρίνονται ξεκάθαρα από αυτές του κεντρικού του τμήματος και έχουν χρώμα κιτρινο-καφέ, γκριζο-καφέ ή λευκό και περιβάλλουν το χείλος από τους ώμους (shoulders) του χείλους μέχρι την εμφανή και κυρτή προς τη στιγματική κοιλότητα, απόφυση. Η στιγματική κοιλότητα του άνθους είναι μελανο-καφέ έως σκούρη γκρι ή κοκκινόχρωμη και περιβάλλεται από δυο λοξές, γυαλιστερές, μελανόχρωμες ή γκρι, επιμήκεις λωρίδες.
Είδος της Ανατολικής Μεσογείου, με κέντρο εξάπλωσης τα νησιά του Αιγαίου, απαντά σε ξηρές πετρώδεις θέσεις και φρύγανα.
Στη Σύρο: σε φρύγανα στο Επισκοπείο και το Κίνι, πιθανότατα και σε άλλες θέσεις
 

Φωτ. (1) & (3), 05/03/2013 Επισκοπείο, (2) 17/03/2013 Κίνι.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Allium staticiforme Sm.

Πολυετές βολβώδες γεώφυτο ύψους από 7 έως 30 εκ. Ο βολβός του φυτού έχει διάμετρο από 0,8 έως 1,5 εκ. και περιβάλλεται, εξωτερικά, από δερματώδεις χιτώνες, οι οποίοι, πολλές φορές σχίζονται προς την κορυφή σε παράλληλες ίνες. Ο βλαστός του φυτού συχνά περιελίσσεται σπειροειδώς προς τη βάση του. Τα φύλλα αναπτύσσονται τόσο από τη βάση όσο και από το βλαστό του φυτού, ενώ η ταξιανθία καλύπτεται από μια σπάθη πριν την ανθηση και η οποία σχίζεται σε δυο άνισα μέρη κατά την άνθηση και παραμένει στη βάση της ταξιανθίας. Η ταξιανθίες αποτελουνταί από 10 έως 60 ελλειψοειδή, ροδόχωμα άνθη με κόκκινη (forma staticiforme) ή πράσινη ή ιώδη νεύρωση (forma flexuosum (D' Urv.) Zahar.) στο εξωτερικό τμήμα της στεφάνης. Οι στήμονες των ανθέων προεξέχουν της στεφάνης και έχουν κίτρινους ή κόκκινους ανθήρες. 
Είδος που απαντά μόνο στην Ελλάδα, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Τουρκία, σε παραθαλάσσιες και πετρώδεις θέσεις.
Στη Σύρο: στο Γαλησσά.
Φωτ. (1), (2) & (3) 11/05/2013, ακρωτήρι Κατακέφαλου.



Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ophrys cretica (Vierhapper) E. Nelson

κ. ορχιδέα

Πολυετές κονδυλώδες γεώφυτο, ύψους 10 έως 40 εκ. Τα σέπαλα πράσινα, ροζ ή λευκά, ενίοτε με έντονες ιώδεις κηλίδες στο κατώτερο μισό τους, με το ραχιαίο σέπαλο να είναι όρθιο ή ελαφρώς κυρτό, ενώ τα πέταλα έχουν στενά τριγωνικό σχήμα και ποικίλο χρωματισμό. Το χείλος του άνθους με σκούρο καφέ έως μαυρό-πόρφυρο χρωματισμό, με τους πλευρικούς λοβούς του χείλους να είναι έντονα αποκλίνοντες και να σχηματίζουν δυο στρογγυλεμένους κώνους. Ο θυρεός του χείλους είναι εμφανής, γκριζόχρωμος με λευκές παρυφές, σε σχήμα Η και η στιγματική κοιλότητα λευκή με μελανόχρωμες κηλίδες ή οριζόντιες γραμμώσεις. 
Είδος της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου και της Λακωνίας, εμφανίζεται τοπικά (αν και ενίοτε σε αφθονία) σε χαμηλά λιβαδικές εκτάσεις, χέρσες καλλιέργειες και θαμνώνες μέχρι τα 1.200 μ. υψόμετρο.
Στη Σύρο: σε φρύγανα στο Κίνι. 
Φωτ. (1), 20/03/2013, (2) & (3), 17/03/2013 Κίνι.



Ornithogalum arabicum L.



κ. κρεμμυδολούλουδο, μαυρομάτα

Πολυετές βολβώδες γεώφυτο, ύψους 30 έως 80 εκ. με 6-25 λευκόχρωμα άνθη , χωρίς πράσινη λωρίδα στην εξωτερική πλευρά των πετάλων. Η ωοθήκη των ανθέων έχει αντίστροφα ωοειδές ή σχεδόν σφαιρικό σχήμα, με χαρακτηριστικό μελανό ή βαθύ ιώδες χρώμα. 
Είδος της Μεσογείου, με εξαίρεση τη Γαλλία όπου εμφανίζεται ως επιγενές. Απαντά σε βραχώδεις θέσεις. 
Πολύ συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό λόγω της εντυπωσιακής του ανθοφορίας.
Στη Σύρο: Χρησιμοποιείται ευρέως ως καλλωπιστικό και εμφανίζεται σε βραχώδεις θέσεις και σε χέρσους αγρούς όπου πιθανό παλαιότερα να είχε φυτευτεί από τον άνθρωπο. Στον Αγ. Αθανάσιο, το Επισκοπείο και το Μάννα.


Φωτ. (1), (2) & (3), 28/04/2013, Επισκοπείο.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Anchusella variegata (L.) Bigazzi & al.

κ. βοϊδόγλωσσα
Ετήσια κατακείμενη πόα, με λογχοειδή ή γραμμοειδή και συνήθως οδοντωτά φύλλα, με τους οδόντες να καταλήγουν σε μια ακίδα. Τα άνθη λευκόχρωμα ή ελαφρώς κοκκινοϊώδη έως γαλάζια, με κόκκινα στίγματα.
Απαντά σε ξηρές, βραχώδεις ή χλοερές θέσεις, πρανή δρόμων, καλλιεργημένες εκτάσεις και ορισμένες φορές σε παραθαλάσσιες θέσεις. Είδος της Ελλάδας, της Αλβανίας και πιθανόν και της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Στη Σύρο: σε βραχώδεις, κυρίως θέσεις, στα ορεινά τμήματα του νησιού.
Φωτ. (1) & (2), 20/03/2013, Καστρί.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Anthemis chia L.

κ. μαργαρίτα, άγρια μαργαρίτα
Μονοετής χαμηλη ή μεσαίου ύψους πόα, με πολλαπλώς λοβωτά φύλλα. Τα άνθη φέρονται σε μεμονωμένα κεφάλια, (η δομή της ταξιανθίας να είναι ίδια με αυτή του ασπρολούλουδου) με κιτρινόχρωμα σωληνόμορφα άνθη και λευκά γλωσσόμορφα άνθη. Τα περιβληματικά βράκτεα της ταξιανθίας, τριγωνικά, οξυκόρυφα, με καστανόχρωμες ή μελανόχρωμες παρυφές. 
Απαντά σε καλλιεργούμενα ή χέρσα εδάφη και πρανή δρόμων, στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στη Σύρο: σε αντίστοιχες θέσεις σε όλο σχεδόν το νησί. 
Φωτ. (1) & (2), 08/02/2013, Επισκοπείο, (3) & (4) 10/02/2013, Μάλια



.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Reseda lutea L.

κ. βρωμόχορτο
Μονοετής έως πολυετής πόα, με λοβωτά φύλλα. Τα άνθη κίτρινα, εμφανίζονται πολλά μαζί σε ταξιανθίες, ενώ ο καρπός είναι κάψα με σχήμα που ποικίλει αρκετά. 
Απαντά σε καλλιεργημένα εδάφη και γενικότερα θέσεις που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του ανθρώπου, στη Μεσόγειο και όλη, σχεδόν την Ευρώπη με εξαίρεση τη Σκανδιναβική χερσόνησο, όπου εμφανίζεται ως επιγενές. 
Τα νεαρά του φύλλα καταναλώνονται βρασμένα, σε μίξη συνήθως με άλλα χόρτα ως "χόρτα του βουνού".
Στη Σύρο: σπανιότερο σε σχέση με τη Reseda alba, απαντά σε πρανή δρόμων στην Απάνω Μεριά και το Μέγα Γυαλό.
Φωτ. (1), (2) & (3), 06/04/2013, Ασπροβούνι.



Reseda alba L.

κ. βρωμούσα
Μονοετής ή σπανιότερα πολυετής, όρθια πόα ύψους έως 80εκ., διακλαδιζόμενη προς την κορυφή της. Τα φύλλα του φυτού λοβωτά ενώ τα άνθη του λευκά, με 5 έως 6 σέπαλα και αντίστοιχο αριθμό πετάλων, φέρονται πολλά μαζί σε ταξιανθίες. Ο καρπός κάψα, στενώς ωοειδής ή ελλειψοειδής.
Απαντά σε θέσεις που σχετίζονται με διάφορες ανθρωπογενείς δραστηριότητες σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου. Ενίοτε καλλιεργείται ως καλωπιστικό σε διάφορες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, οπότε και διαφεύγει και εμφανίζεται ως επιγενές. 
Τα νεαρά και τρυφερά φύλλα του φυτού καταναλώνονται βραστά, συνήθως σε μίξη και με άλλα "χόρτα του βουνού". 
Στη Σύρο: σε χέρσα χωράφια, βραχώδεις θέσεις και πρανή δρόμων σε ολόκληρο το νησί. 
Φωτ. (1) 04/03/2013, Κατακέφαλος, (2) 08/02/2013, Μάλια, (3) & (4) 28/03/2013, Επισκοπείο.




Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Ophrys bombyliflora Link

κ. ορχιδέα
Πολυετές κονδυλώδες γεώφυτο ύψους έως 35εκ., με 3 (ή σπανιότερα 2) έως 5 κονδύλους. Τα σέπαλα του άνθους είναι συνήθως ανοιχτοπράσινα και ενίοτε λευκόχρωμα, ενώ τα πέταλα είναι χνουδωτά με τριγωνικό σχήμα, κιτρινοπράσινα, με τη βάση τους να έχει συχνά σκουρότερο χρωματισμό. Το χείλος ωοειδές-αποστρογγυλεμένο, καφέ έως σκούρο ιώδες, έντονα τρίλοβο, με τους δυο ακραίους λοβούς να σχηματίζουν 2 οξείες απολήξεις, χνουδωτές με γυμνή κορυφή. Ο μεσαίος λοβός ωοειδής, τριχωτός στις παρυφές του, φέρει θυρεό χρώματος γκρί, ιώδη ή καφέ ο οποίος ορισμένες φορές έχει λευκόχρωμες παρυφές.
Απαντά σε ηλιόλουστες ή ημισκιαζόμενες θέσεις σε χλοερές θέσεις, χέρσα χωράφια, θαμνώνες, φρύγανα και ανοιχτές δασικές εκτάσεις, μέχρι τα 900μ. υψόμετρο, σε όλη, σχεδόν, τη Μεσόγειο, με εξαίρεση ορισμένες Νοτιοανατολικές περιοχές της.
Το λατινικό όνομα του είδους (Ophrys bombyliflora) προήλθε λόγω της ομοιότητας του άνθους του με είδη εντόμων που ανήκουν στην οικογένεια Bombyliidae.
Στη Σύρο: σε θαμνώνες στην Παρακοπή.
Φωτ. (1), (2) & (3), 04/04/2013 Γερούσι.



Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Lathyrus clymenum L.



κ. λαθούρι
Ετήσια αναρριχώμενη πόα, με ύψος που μπορεί να φτάσει το 1μ. Οι βλαστοί της είναι γυμνοί με πτεροειδείς λοβούς. Τα φύλλα στο κατώτερο τμήμα του φυτού είναι απλά λογχοειδή έως γραμμοειδή, ενώ τα ανώτερα είναι σύνθετα με 2-4 ζεύγη φυλλαρίων, τα οποία είναι γραμμοειδή ή ελλειψοειδή. Τα άνθη ψυχόμορφα (δες αντίστοιχη εικόνα), πορφυρά ή πορφυροιώδη, με ιώδεις ή σπάνιως ωχροκίτρινες πτέρυγες, φέρονται σε βότρεις. Ο καρπός χέδρωπας μήκους έως 70 χιλ., γυμνός.
Πηγή: Αθανασιάδης, Ν.Θ. 1985, Δασική Βοτανική, Μέρος 1 (Συστηματική Σπερματοφύτων). Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη.
Απαντά σε χέρσα ή καλλιεργούμενα εδάφη και πρανή δρόμων στην περιοχή της Μεσογείου, με εξαίρεση το Ν.Α. της τμήμα. 
Το συγκεκριμένο είδος καλλιεργείται ή απλά χρησιμοποιείται, σε πολλά νησιά των Κυκλάδων ως ζωοτροφή, ενώ αναφορές από διάφορα ιστολόγια στο διαδίκτυο, το θεωρούν βρώσιμο και από τον άνθρωπο.
Στη Σύρο: σε πρανή δρόμων και χέρσες εκτάσεις,στο Κίνι, το Επισκοπείο, το Δανακό, τα Λαζαρέτα, το Μέγα Γιαλό, την Παρακοπή, το Φοίνικας και τα Χρούσα.

Φωτ. (1) 17/03/2013, Κίνι, (2) 26/04/2011, ρέμα Βαραβαρούσας & (3) 17/03/2013, Δελφίνι.