Σημειώσεις

- Η εξάπλωση του κάθε είδους στη Σύρο αναφέρεται αποκλειστικά στις περιοχές όπου αυτό απαντήθηκε απο τον γράφοντα.
- Η λεζάντα κάθε εικόνας εμφανίζεται όταν αφήσετε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω στην φωτογραφία.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Gladiolus illyricus W. D. J. Koch

Ξιφίον το ιλλυρικό
κ. σπαθόχορτο, σπαθίνακας, αγριοκόκκορος, γλαδιόλα

Πρόκειται για μια πολυετή, βολβώδη πόα το ύψος της οποίας δεν ξεπερνά τα 50 εκ.
Τα άνθη του γένους είναι ζυγόμορφα (έχουν μόνο ένα άξονα συμμετρίας) και φέρονται από 3 έως 10 σε στάχυ, ο οποίος σπανιότερα εμφανίζει και δευτερεύοντες κλάδους (συνήθως στα μεγαλύτερου μεγέθους άτομα). Το περιάνθιο είναι κοκκινο-ιώδες με τα κατώτερα πέταλα να φέρουν ενίοτε λευκόχρωμες κηλίδες ή γραμμώσεις, ενώ οι ανθήρες των στημόνων είναι ισομήκεις ή κοντύτεροι των νημάτων. 
Τα σπέρματα του φυτού φέρουν πτερύγιο και περιέχονται σε αντίστροφα ωοειδείς  ή ελλειψοειδείς κάψες.
Είδος με ιδιαίτερα έντονη ποικιλομορφία σε ότι αφορά τη μορφή των φύλλων και των ανθέων του. Προσωπικά, η ασφαλής αναγνώριση των δειγμάτων ήταν αρκετά δύσκολη καθώς τα είδη που απαντούν στην Ελλάδα διακρίνονται δύσκολα μεταξύ τους και απαιτείται η γνώση αρκετών διαφορετικών χαρακτήρων οι οποίοι είναι διαθέσιμοι σε διαφορετικές εποχές του έτους. 
Το γένος Gladiolus αποτελείται από περίπου 180 είδη τα οποία απαντούν, κυρίως στην Β. Αφρική, με "ολιγομελή" αντιπροσώπευση του στη Μεσόγειο και την Δ. Ασία.
Το ξιφίον το ιλλυρικό απαντά στην κεντρική, δυτική και νότιο Ευρώπη σε ανοικτά δάση, θαμνώνες, φρύγανα και χέρσες εκτάσεις, ενώ διάφορα είδη του γένους εμφανίζονται συχνά και ως ζιζάνια καλλιεργούμενων εκτάσεων. 
Το σπαθόχορτο πιθανόν να ήταν ο υάκινθος των αρχαίων Ελλήνων, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία φύτρωσε από το αίμα του Υάκινθου που σκότωσε κατά λάθος ο θεός Απόλλωνας και για τον λόγο αυτό, σύμφωνα πάντα με το μύθο, σχηματίζονται στα πέταλα του φυτού τα γράμματα ΥΑ.
Η γλαδιόλα ονομάζεται και σπαθόχορτο λόγω του σχήματος των φύλλων της που ομοιάζουν με σπαθιά και δεν θα πρέπει να συγχέεται με το σπαθόχορτο (Hypericum sp.) από το οποίο παράγεται το σπαθόλαδο και το οποίο πήρε την ονομασία του λόγω της χρήσης του για την επούλωση τραυμάτων τα οποία είχαν προκληθεί από ξίφη. 
Στη Σύρο, έχει κατά καιρούς αναφερθεί η ύπαρξη δυο ειδών άγριας γλαδίολας, του προαναφερθέντος και του G. italicus. Επίσης, στο "Vascular plants of Greece: an annotated checklist" (2014), αναφέρεται για τις Κυκλάδες μόνο η ύπαρξη του είδους G. italicus.
Tα φυτά, όμως,  τα οποία μέχρι στιγμής έχουν απαντηθεί ανήκουν στο είδος G. illyricus, οπότε παραμένει ακόμη με ερωτηματικό η ύπαρξη του δεύτερου είδους στο νησί. Κατά κανόνα, τα φυτά εμφανίζονται μεμονωμένα ή ανά λίγα άτομα μέσα σε φρυγανότοπους, χωρίς να σχηματίζουν μεγάλους πληθυσμούς. 

Φωτ. (1) & (2), 06/04/2010 Γαλησσάς, (3), 13/05/2015 Αμπέλα.



Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Serapias carica (H. Baumann & Künkele) P. Delforge

Πολυετής κονδυλόριζα πόα με ύψος που δεν ξεπερνά τα 35 εκ. Τα φύλλα του φυτού στη βάση του είναι λογχοειδή και χωρίς στίγματα ενώ τα ανώτερα είναι μικρότερα και βρακτιόμορφα. 
Η ταξιανθία αποτελείται από σκουρόχρωμα, μεγάλα σε μέγεθος άνθη. Τα άνθη είναι σταχτο-ιώδη στο εξωτερικό τους με ιώδεις νευρώσεις και ιώδη στο εσωτερικό τους, φέροντα ανοιχτόχρωμες τρίχες οι οποίες φτάνουν μέχρι την άκρη του επιχειλίου. Τα βράκτεα των ανθέων είναι ομοιόχρωμα με τα άνθη και μικρότερα ή ισομήκη του καλύπτρου (θόλου) του άνθους. 
Η ανθοφορία λαμβάνει χώρα μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, με το φυτό να απαντά σε ηλιόλουστες ή ελαφρώς σκιασμένες θέσεις σε φρύγανα, θαμνώνες, ελαιώνες και χέρσους αγρούς.
Είδος των νησιών του Αιγαίου Πελάγους (Κυκλάδες, νησιά Αν. Αιγαίου) και των Μεσογειακών ακτών της Ανατολίας.
Το γένος Serapias οφείλει το όνομα του στον θεό της γονιμότητας Serapis, ο οποίος λατρεύονταν στην αρχαία Αίγυπτο. Ο Διοσκορίδης ήταν αυτός που χρησιμοποίησε πρώτη φορά την ονομασία Serapias για να περιγράψει μια ορχιδέα η οποία πιθανότατα να θεωρούνταν πως έχει αφροδισιακές ιδιότητες. 
Είναι ένα Μεσογειακό γένος με εύρος εξάπλωσης προς δυσμάς από τις Αζόρες και τις Κανάριες νήσους προς ανατολάς μέχρι τον Καύκασο και φτάνοντας βόρεια μέχρι την Βρεττάνη. Ως γένος είναι εύκολα διακριτό από τα υπόλοιπα γένη ορχιδέων, λόγω των χαρακτηριστικών ανθέων του, όμως αποτελείται από πολυάριθμα είδη τα οποία ομοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, καθιστώντας κατά συνέπεια την ασφαλή αναγνώριση τους δύσκολη. 
Το συγκεκριμένο είδος όπως και η μονανθής ποικιλία του κατατάσσονται από την Euro+Med Plantbase, στο υποείδος Serapias orientalis (Greuter) H. Baumann & Künkele subsp. orientalis, μαζί με αρκετά ακόμη taxa (π.χ. Serapias patmia, S. cycladum κ.α.)  τα οποία θεωρούνται από διάφορους ερευνητές ως διακριτά είδη. 
Στη Σύρο, εκτός από το τυπικό είδος, το οποίο είναι αρκετά σύνηθες, απαντά και η ποικιλία Serapias carica var. monantha (φωτ. 3), η οποία μορφολογικά είναι όμοια με την S. carica, όμως τα φυτά της ποικιλίας αυτής είναι κοντύτερα και φέρουν μόνο ένα άνθος. Η ποικιλία αυτή περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1999 από το νησί της Κιμώλου και έκτοτε η εμφάνιση της έχει αναφερθεί από διάφορα νησιά των Κυκλάδων (Άνδρος, Τήνος, σύμπλεγμα Μήλου, Πάρος, Αντίπαρος, Αμοργός, Αστυπάλαια). Θεωρείται ως τοπικό και σπάνιο και συχνά εμφανίζονται μεμονωμένα άτομα μαζί με το τυπικό S. carica και σπανίως σχηματίζουν αμιγείς πληθυσμούς. 
Ο P. Delforge, αναφέρει στα σχόλια του για ένα άλλο μονανθές, είδος αυτή τη φορά, Serapias, τη S. cycladum,  πως για άγνωστους λόγους, μονανθή άτομα Serapias είναι συχνά στις Κυκλάδες και συνήθως ανθίζουν τον Απρίλιο.


Φωτ. (1) 01/04/2015 Αζόλιμνος, (2) 07/04/2014 Γριά Σπηλιά & (3) 15/04/2015 Γριά Σπηλιά.